ποικιλμός

ποικιλμός
ὁ, Α [ποικίλλω]
1. λεπτή επεξεργασία
2. ποικίλος διάκοσμος, ποικιλία («ἡ Ὀσίριδος στολὴ οὐκ ἔχει... ποικιλμόν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλμός — elaboration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλμοῦ — ποικιλμός elaboration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλμούς — ποικιλμός elaboration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλμόν — ποικιλμός elaboration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”